υφυδρος

υφυδρος
    ὕφυδρος
    ὕφ-υδρος
    2
    находящийся под водой
    

ἐσένεον ὕφυδροι Thuc. — они приплывали под водой


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υφυδρος" в других словарях:

  • ὕφυδρος — under water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύφυδρος — ον, Α 1. (για δύτη) αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ο γεμάτος νερό 3. ιατρ. υδρωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + υδρος (< ὕδωρ*), πρβλ. ἔφ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • ὕφυδρον — ὕφυδρος under water masc/fem acc sg ὕφυδρος under water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφύδροις — ὕφυδρος under water masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφύδρου — ὕφυδρος under water masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφύδρους — ὕφυδρος under water masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφύδρῳ — ὕφυδρος under water masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφυδρα — ὕφυδρος under water neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφυδροι — ὕφυδρος under water masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»